εμπεριέχομαι

εμπεριέχομαι
εμπεριέχομαι βλ. πίν. 191 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπυρίζω — (Α) [λέπυρον] παθ. λεπυρίζομαι καλύπτομαι με λέπυρο, με φλοιό, κάνω φλούδα ή εμπεριέχομαι σε κέλυφος, σε περίβλημα …   Dictionary of Greek

  • μετέχω — (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω) έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ. β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.) | νεοελλ. έχω μέσα μου,… …   Dictionary of Greek

  • περιστεγάζω — ΝΑ στεγάζω κάτι ολόγυρα, από παντού, σκεπάζω από όλα τα μέρη κτίζοντας στέγη αρχ. μέσ. περιστεγάζομαι περικλείομαι, εμπεριέχομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”